- μελόπιτα
- η1. η κηρήθρα, όπου η μέλισσα τοποθετεί το μέλι.2. είδος πίτας με μέλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελόπιτα — η 1. κηρήθρα τών μελισσών 2. γλύκισμα από μέλι, μυζήθρα και αβγά … Dictionary of Greek
κηρόπιτα — και κερόπιτα, η 1. πίτα κεριού, τεμάχιο κεριού που έχει το σχήμα τού δοχείου στο οποίο έγινε η τήξη του 2. κηρήθρα, μελόπιτα … Dictionary of Greek
μελίκηρα — μελίκηρα, ἡ (Α) 1. τα αβγά τής πορφύρας, τα οποία μοιάζουν με κηρήθρα («αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῡ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταυτὸ ποιοῡσι τὴν καλουμένην μελίκηραν», Αριστοτ.) 2. μελόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κηρός] … Dictionary of Greek
μελίτωμα — το (Α μελίτωμα) [μελιτώ] νεοελλ. (φαρμ.) σιρόπι το οποίο περιέχει μέλι αρχ. πίτα που περιέχει μέλι, μελόπιτα … Dictionary of Greek
μελικηρίς — μελικηρίς, ή (ΑM) 1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου 2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος τού κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι 3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι,… … Dictionary of Greek
μελιτόεις — μελιτόεις, εσσα, εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα) γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που … Dictionary of Greek